κατατακτικός — ή, ό [κατατάσσω] κατάλληλος, πρόσφορος στο να κατατάσσει, αυτός που κατατάσσει, που ταξινομεί … Dictionary of Greek
Θηβαΐς — I Νομός της Αιγύπτου κατά την αρχαιότητα, στο νότιο μέρος της, με πρωτεύουσα τις αρχαίες Θήβες. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η περιοχή έγινε το καταφύγιο πολλών χριστιανών, που καταδιώκονταν για δογματικούς λόγους. Εκεί αφοσιώθηκαν στον… … Dictionary of Greek
αστροθέτης — ἀστροθέτης, ο (Α) αυτός που κατατάσσει τα άστρα σε αστερισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + θέτης < τίθημι] … Dictionary of Greek
δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος … Dictionary of Greek
ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… … Dictionary of Greek
νοσολογία — η ιατρ. κλάδος τής ιατρικής ο οποίος περιγράφει γενικά και κατατάσσει συστηματικά τις νόσους με βάση ορισμένα κριτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nosology < νόσος + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Γ. Πρινάρη] … Dictionary of Greek
παθολογία — Βασικός κλάδος της ιατρικής που μελετά τα αίτια, τη γένεση και την εξέλιξη των παθολογικών διεργασιών. Η π. ξεφεύγει από την εξέταση της μεμονωμένης κλινικής περίπτωσης του πάσχοντος ατόμου και μελετά τη νόσο στην τυπική της εικόνα,… … Dictionary of Greek
παλαιοζωολογία — Κλάδος της παλαιοντολογίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ζώων, τα οποία έζησαν στην υδρόγειο σε προηγούμενες γεωλογικές περιόδους και εποχές. Σήμερα είναι επιστημονικά εξακριβωμένο ότι η ζωή υπήρχε, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με την απλή… … Dictionary of Greek